- οξοναιμία
- Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Βλ. λ. ακετοναιμία.
* * *ηιατρ. άθροιση στο αίμα περίσσειας κετονικών σωμάτων που αντιπροσωπεύεται από το ακετυλοξικό οξύ και το β-υδροξυβουτυρικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. acetonemie (< acetone, βλ. λ. ακετόνη) + αίμα].
Dictionary of Greek. 2013.