οξοναιμία

οξοναιμία
Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Βλ. λ. ακετοναιμία.
* * *
η
ιατρ. άθροιση στο αίμα περίσσειας κετονικών σωμάτων που αντιπροσωπεύεται από το ακετυλοξικό οξύ και το β-υδροξυβουτυρικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. acetonemie (< acetone, βλ. λ. ακετόνη) + αίμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακετοναιμία ή οξοναιμία — Πάθηση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Παρατηρείται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (σακχαρώδης διαβήτης, ασιτία, τοξιναιμία της κύησης κ.ά.) και αποτελεί το κύριο αίτιο των ακετοναιμικών εμετών των βρεφών και των παιδιών.… …   Dictionary of Greek

  • οξοναιμικός — ή, ό [οξοναιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξοναιμία …   Dictionary of Greek

  • οξαιμία — η ιατρ. η οξοναιμία …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”